- υπότιτλο
- το, Νβλ. υπότιτλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλιόπη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν η πρώτη από τις εννέα Μούσες (βλ. λ.), κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μητέρα του Ορφέα και του Λίνου. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προστάτιδα της ποίησης, ιδιαίτερα της επικής. Μνημονεύεται από τον Ησίοδο ως η… … Dictionary of Greek
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek
υπότιτλος — ο / ὑπότιτλος, ΝΜ, και παλ. τ. υπότιτλο, το, Ν νεοελλ. 1. δευτερεύων τίτλος βιβλίου, δημοσιογραφικού ή άλλου κειμένου ή εντύπου κάτω από τον κύριο, γενικότερο τίτλο 2. στον πληθ. οι υπότιτλοι το κείμενο που αποδίδει τους διαλόγους ξενόφωνης… … Dictionary of Greek
Γέγκερ, Βέρνερ — (Werner Jaeger, Λόμπεριχ, Ρηνανία 1888 – Χάρβαρντ, ΗΠΑ 1961). Γερμανός φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου. Διετέλεσε καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια της Βασιλείας (1915 16), του Κίελου (1916 21), του Βερολίνου (1921 36) και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καμπαλέφσκι, Ντμίτρι Μπορίσοβιτς — (Dmitry Borisovich Kabalevsky, Πετρούπολη 1904 – 1987). Ρώσος συνθέτης, παιδαγωγός και τεχνοκριτικός. Σπούδασε στο Ωδείο της Μόσχας, όπου δίδαξε σύνθεση από το 1939 και ανέλαβε στη συνέχεια διάφορα καθήκοντα. Η μουσική του εντάσσεται στη ρωσική… … Dictionary of Greek
Πιρανέζι, Τζοβάννι Μπατίστα — (Piranesi, Μολιάνο, Βένετο 1720 – Ρώμη 1778). Ιταλός χαράκτης, αρχιτέκτονας και διοκιμιογράφος. Ο μεγαλύτερος Ιταλός χαράκτης του 18ου αι. προτιμούσε να αυτοκαλείται βενετσιάνος αρχιτέκτονας· κι αυτό όχι μόνο επειδή η πρώτη του διαμόρφωση στη… … Dictionary of Greek